φυσομανώ

φυσομανώ
και φυσομανάω Ν
1. (για άνεμο) πνέω με μεγάλη ένταση και διάρκεια
2. μτφ. (για πρόσ.) είμαι πολύ οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσώ + -μανώ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυσομανώ — αμτβ., φυσώ δυνατά και αδιάκοπα (για άνεμο ή θυμωμένο άνθρωπο): Ο αέρας φυσομανούσε όλο το βράδυ και έριξε τις γλάστρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… …   Dictionary of Greek

  • φουσουρίζω — και φουσουρώ, άω, Ν φυσομανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ.] …   Dictionary of Greek

  • φυσομάνημα — το, Ν [φυσομανώ] ισχυρό και συνεχές φύσημα …   Dictionary of Greek

  • φυσομανητό — το, Ν [φυσομανώ] φυσομάνημα …   Dictionary of Greek

  • φυσομανάω — (σπάν. φυσομανώ, παρατατ. ούσα) βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”